στρωματσάδα

στρωματσάδα
[стромацада] ουσ. Θ. постель на полу,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "στρωματσάδα" в других словарях:

  • στρωματσάδα — η 1. στρώμα πάνω στο έδαφος. 2. κατάκλιση πάνω σε τέτοιο στρώμα: Απόψε θα τη βγάλουμε στρωματσάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρωματσάδα — η, Ν 1. στρώμα τοποθετημένο πάνω στο δάπεδο 2. κατάκλιση σε στρώμα τοποθετημένο απευθείας στο δάπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρωμάτσο + κατάλ. άδα (πρβλ. φεγγαρ άδα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»